Της Ελευθερίας Μηλάκη
Η μικρή Αθηνά έφυγε από το χωριό στα δεκαπέντε της, για να σώσει τον εαυτό της από ένα ιδιαίτερα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον. Είναι απίστευτο πόσο καταστροφική μπορεί να είναι για μια κόρη η κακή ή ανύπαρκτη σχέση με τη μητέρα της. Η καημένη η μικρή Αθηνά είχε μια μάνα, τη Μαρία, μόνιμα θυμωμένη. Ήταν θυμωμένη, γιατί δεν γνώρισε τη μάνα της, έμεινε ορφανή και τη μεγάλωσε η δεύτερη σύζυγος του πατέρα της, η ολοζώντανη πραγμάτωση του στερεοτύπου της κακιάς μητριάς. Ήταν θυμωμένη, γιατί δεν της άρεσε ο σύζυγός της, τη νευρίαζε που ήταν τόσο καλόκαρδος και σπλαχνικός και βοηθούσε τους (πιο) φτωχούς και τους ξένους… Για την ίδια και τον φανατικά δεξιό πατέρα της μετρούσαν κυρίως οι «τύποι». Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, με τη στενόμυαλη έννοια, χωρίς ίχνος συμπόνιας και κατανόησης. Πόσο ανόητος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, ώστε να νομίζει ότι είναι «χριστιανός», αν πηγαίνει στην εκκλησία, τηρεί τα «έθιμα», νηστεύει, όμως κακοποιεί τα ευάλωτα μέλη της οικογένειάς του ή και τα μη – ευάλωτα… Πόσο ανόητος μπορεί να είναι αυτός που νιώθει περήφανος που είναι «Έλληνας», όμως φοβάται τους «αλλόφυλους»… Τους σιχαίνεται κιόλας. Πέρα πέρα του ποτήρι του, είναι μουσουλμάνος στην καταγωγή… Πρόσεξε μην πιεις από το ποτήρι του… Τα λόγια αυτά ανήκουν σε μια κυρία ιδιοκτήτρια πανσιόν στην Αθήνα, όμως έτσι σκέφτονταν (;) γενικά οι χριστιανοί (;) παλιότερα (;). Ήταν θυμωμένη γιατί είχε πολλές κόρες και κανένα γιό. Ήταν θυμωμένη γιατί ήθελε να είναι τέλεια σε ό,τι και αν έκανε (τελειομανία) και ό,τι και αν πετύχαινε της φαινόταν λίγο. Ήταν θυμωμένη γιατί έχασε την αγαπημένη της ετεροθαλή αδερφή στην Κατοχή και επίσης έχασε τον αγαπημένο της μοναδικό ξάδερφο στο Μικρασιατικό Πόλεμο. Ήταν θυμωμένη γιατί σύμφωνα με τα πρότυπα της ομορφιάς της εποχής κανείς δεν τη θεωρούσε όμορφη – ήταν ψηλή, αδύνατη, μελαχρινή. Παντρεύτηκε μόνο και μόνο γιατί έτυχε να έχει μια ικανοποιητική προίκα, την οποία η πονηρή και καπάτσα μητέρα του συζύγου της δεν θα έχανε τόσο εύκολα. Εκείνη ήταν που οργάνωσε αυτό το γάμο – παρωδία, όπως ήταν όλοι σχεδόν οι γάμοι τότε, με στόχο την αποκατάσταση της κάθε κοπέλας και την απόκτηση παιδιών. Ήταν μια συμμαθήτριά μου, πολύ κακή μαθήτρια, που την αντιπαθούσα, γιατί όταν την έβαλε ο καθηγητής να καθίσει μαζί μου στο θρανίο άρχισε να κλαίει, μετά όμως που συνειδητοποίησε ότι δίπλα μου είχε μια καλή ευκαιρία να αντιγράφει, άλλαξε γνώμη. Μια μέρα τη ρώτησε ο θεολόγος στα θρησκευτικά «ποιος είναι ο σκοπός του γάμου» και απάντησε σοβαρά σοβαρά «η παραγωγή… τεκνών»… Ε, έτσι ήταν τα παλιά (;) χρόνια και η Μαρία είχε άλλο ένα λόγο να είναι δυστυχισμένη. Όμως ήταν πολύ περήφανη, πολύ εγωίστρια για να παραδεχτεί έστω και στον ίδιο της τον εαυτό ότι ήταν πολύ δυστυχισμένη και προτιμούσε να είναι συνέχεια θυμωμένη. Ακόμα και το πρόσωπό της ήταν συνέχεια βλοσυρό, δημιουργώντας με τα χρόνια πολύ βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο, τόσο θαθιές σαν σκαμμένα αυλάκια του κήπου.
Απέκτησε σχεδόν ταυτόχρονα το τελευταίο της παιδί – τη μικρή Αθηνά – και το πρώτο της εγγόνι, το πρώτο παιδί της μεγάλης της κόρης. Πόσο ανόητος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, ώστε «να πέσει με τα μούτρα» σε ένα μωρό, ξεχνώντας το λίγο μεγαλύτερο παιδί που θέλει αγάπη και στοργή και μπορεί ενδόμυχα να υποφέρει από ζήλεια, ακόμα και αν ποτέ δεν θέλει να το παραδεχτεί. Για πρώτη φορά ένιωσε λίγη ευτυχία… Η μικρή Αθηνά δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο για τον εαυτό της. Παρόλο που η μαμά Μαρία ήταν τόσο αυστηρή και πουριτανή, η μικρή Αθηνά, επειδή μεγάλωσε μόνη της, έγινε ανάγωγη και αναιδέστατη. Κανείς δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί της, γιατί γινόταν όσο μεγάλωνε ολοένα και πιο μοχθηρή, στα λόγια και στις πράξεις της. Εκδικητική. Οφθαλμόν αντί δύο οφθαλμών. Αλάθητη. Ποτέ δεν παραδεχόταν το λάθος της, έπειθε μέχρι και τον εαυτό της ότι ήταν αλάθητη, σαν τον Πάπα. Αγενέστατη. Αυτή ήταν η δική της άμυνα απέναντι στην ανοησία που κυριαρχούσε στο οικογενειακό της περιβάλλον, που την κακοποιούσε αγνοώντας την επιδεικτικά. Την παραμέληση τη μετέτρεψε σε δύναμη, δύναμη για τον εαυτό της και δύναμη καταστροφής για όποιον είχε την ατυχία να βρεθεί στο δρόμο της. Πίσω από το προσωπείο μια καλής γυναίκας, μιας καλής μητέρας, μιας αφοσιωμένης συζύγου, κουβαλούσε πολύ σκοτάδι, μια ψυχική ασθένεια, με την οποία αποφάσισε να ζήσει χωρίς να αναζητήσει ή να δεχτεί βοήθεια. Τα αποτελέσματα ήρθαν αργότερα με σακατεμένα σώματα και ψυχές… Όμως ποτέ δεν κατάλαβε πόσο πόνο και πόση καταστροφή προκάλεσε και ούτε θα το καταλάβει ποτέ.
Κάποια στιγμή η κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει, υπήρχαν ήδη τρεις γεροντοκόρες στο σπίτι και η κατάθλιψη είχε πέσει βαριά. Όλοι μαζί εκεί, πλήγωναν ο ένας τον άλλον, σαν τους σκαντζόχοιρους όταν είναι κοντά, μέχρι που ένας από όλους δεν άντεξε. Έφυγε για πάντα στο σκοτεινό βασίλειο της «τρέλας», ενώ τα είχε «τετρακόσια». Η μικρή Αθηνά από μικρή μπορούσε να γίνει όσο μοχθηρή μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος, γιατί αυτός ήταν ο τρόπος της να επιβιώνει. Μπορούσε να γίνει ακόμα και άδικη χωρίς ποτέ να το αντιλαμβάνεται, γιατί πάντα νόμιζε ότι είναι ο ίδιος ο Θεός. Τόσο ολόσωστη. Έγινε βίαιη. «Καβγατζού». Αυτό εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν, γιατί ήταν διπρόσωπη, κυκλοθυμική. Αυτό το ήρεμο παιδί, αυτή την εικόνα έδινε στο δάσκαλο, μπορούσε να μεταμορφωθεί με το πιο ανεπαίσθητο ερέθισμα και τότε, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε… Όταν η κατάσταση στο σπίτι έγινε αφόρητη, η μικρή Αθηνά βρήκε τρόπο να φύγει από το χωριό και να πάει στο Ηράκλειο να τελειώσει το σχολείο.
Για την Αθηνά μετρούσε μόνο η επιβίωση. Ήθελε μόνο να σώσει τον εαυτό της. Για να σώσει τον εαυτό της εγκατέλειψε την οικογένειά της στο χωριό. Για να σώσει τον εαυτό της παντρεύτηκε, επειδή ειδικά τότε, στη δεκαετία του ’70, οι γυναίκες έπρεπε να παντρεύονται και να αποκτούν παιδιά. Υπήρχαν πολύ αυστηροί κανόνες στην κοινωνία και όσοι τολμούσαν να τους αγνοήσουν ήταν δακτυλοδειχτούμενοι (π.χ. η ανύπανδρη μητέρα). Ό,τι έκανε το έκανε για να σώσει τον εαυτό της. Βρήκε δουλειά, για να είναι «ανεξάρτητη». Αν έμενε στο σπίτι να φροντίζει τα παιδιά η διαφορά στο οικογενειακό εισόδημα δεν θα ήταν τόσο μεγάλη, όμως η ίδια έτσι εκβίαζε την ισοτιμία. Δουλεύω, άρα έχω δικαιώματα. Άρα δεν με συντηρείς. Άρα κάνω ό,τι θέλω. Ναι, ό,τι θέλω. Κάθε αντίσταση εξουδετερωνόταν με την κακιά γλώσσα. Με τον καιρό αυτό ήταν όλος ο γάμος της. Καθυπόταξη του άλλου. Τι σημασία έχει που ο άλλος ήταν «καλύτερος». Πιο διαβασμένος, πιο επιτυχημένος επαγγελματικά, πιο κοινωνικός. Πάντα γινόταν ό,τι ήθελε και ό,τι αποφάσιζε εκείνη. Αλίμονό του αν γινόταν αλλιώς. Αυτή η διαδικασία γινόταν μπροστά στα μάτια των παιδιών και ειδικά του μεγαλύτερου, που καταλάβαινε περισσότερα και ήταν πιο ευαίσθητο. Χριστέ μου τι κουβαλούσε αυτή η μητέρα. Ένα βράχο που ήθελε να τον χρησιμοποιήσει για να συντρίψει όσους μπορούσε. Όλα αυτά πίσω από το προσωπείο μιας υπερβολικά καλής μητέρας. Μιας μητέρας που φρόντιζε για το «σπίτι» της «περισσότερο από όσο έπρεπε». Μιας μητέρας που φρόντιζε ειδικά το μεγαλύτερο παιδί «πολύ περισσότερο από όσο του άξιζε». Μιας μητέρας που τα έδινε όλα για τους άλλους, ενώ το βασικό που την ενδιέφερε ήταν να σώσει τον εαυτό της από τους ψυχίατρους. Να ζήσει αδιάγνωστη. Στην πραγματικότητα έκανε πάντα «το καθήκον της». Ξεπερνούσε τον εαυτό της. Δεν της άρεσε που δούλευε και ζήλευε αυτές που είχαν βρει κάποιον «να τις αναλάβει». Επίσης δεν της άρεσε που δεν πήρε πτυχίο πανεπιστημίου και δεν έκανε κάποια σπουδαία καριέρα. Ζήλευε αφόρητα που στην υπηρεσία «η συμπεριφορά προς τις γυναίκες πτυχιούχους πανεπιστημίου ήταν διαφορετική σε σύγκριση με την αντιμετώπιση που είχαν οι απόφοιτες λυκείου». Διχασμένη ανάμεσα στο να ζηλεύει και «τις χειρότερες» και «τις καλύτερές» της. Τόσο απλά μεταφέρθηκε το μοτίβο από γενιά σε γενιά. Το μοτίβο σκέψης και συμπεριφοράς της μητέρας της το υιοθέτησε αυτόματα και άκριτα, σαν να μην είχε άλλη επιλογή.
Δυστυχώς απέκτησε κόρες. Μια γυναίκα με αυτό το βάρος δεν έπρεπε να μεγαλώσει κόρες. Η μεγάλη κόρη έγινε ο Καρυωτάκης σε κορίτσι. Ένας άνθρωπος που σακατεύτηκε σωματικά και πνευματικά, όμως επιβίωσε και κατάφερε μερικά πράγματα σε αυτή τη ζωή. Τους Πακιστανούς δεν τους θέλει κανείς και συ μας τον έφερες και τον δεχτήκαμε… Το πρόβλημα με τους ανθρώπους που έχουν τόσο μεγάλες αυξομειώσεις τις διάθεσής τους σαν να είναι δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, είναι ότι είναι πολύ κακοί και πολύ καλοί συγχρόνως. Είναι δύο άνθρωποι σε ένα σώμα. Αν δεν κάνουν ποτέ μια προσπάθεια να δουλέψουν με τον εαυτό τους, με τις διάφορες μεθόδους που υπάρχουν, έτσι θα ζουν για πάντα. Επειδή ο καλός τους εαυτός είναι πολύ καλός, ξεχνάς τον κακό τους εαυτό, μέχρι το επόμενο επεισόδιο. Μια μητέρα στοργική, πιστή, πάντα εκεί, πάντα να προσπαθεί, όταν οι άλλοι τα παρατάνε… Και μετά, μια Ερινύα που μόλις δει την κόρη της να έχει χαρά, να πάει να πετάξει, πιάνει την πεταλούδα και την πατάει κάτω, σαν κακό μικρό παιδάκι. Όχι, ήταν υπερβολικά ζωόφιλη για να πατήσει πεταλούδα, όμως μεταφορικά αυτό κάνει. Αυτή που σκέπαζε τα παιδιά, όταν περνούσαν τις γιορτές στο εξοχικό, με μια βαριά κουβέρτα, υφαντή, που την είχε φτιάξει η πεθερά της. Το βάρος της κουβέρτας εκείνης ήταν η πιο ευτυχισμένη παιδική ανάμνηση. Ίσως γιατί εκείνη την κουβέρτα την είχε υφάνει μια γυναίκα ισορροπημένη, που είχε νικήσει την κατάθλιψη έγκαιρα και είχε βρει τον τρόπο να υπάρχει χωρίς να βασανίζει τους άλλους. Νιόπαντρη ήταν, όταν ο άντρας της την πήγε σε ένα γιατρό στην πόλη, προσπαθώντας να βρουν λύση στο πρόβλημα. Τώρα που είναι ακόμα νωρίς και δεν έχετε παιδιά, χώρισέ τη να πάρεις μια άλλη, του είπε εμπιστευτικά ο γιατρός! Ποιος ξέρει αν άρχισε να το σκέφτεται. Μήπως αυτός ήταν ο λόγος που έγινε καλά; Μήπως κρυφάκουσε τα λόγια του γιατρού; Η Μαρία όμως δεν τα είχε καταφέρει το ίδιο καλά. Έζησε σκορπώντας θυμό και δυστυχία – ενώ αντίθετα οι πέντε κόρες της δεν είχαν μόνο αμίλητο κρυφό θυμό, ήταν βίαιες κανονικά, με τον τρόπο της η καθεμιά. Και η πεθερά είχε κόρες, όμως εκεί τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα. Τουλάχιστον δεν επηρέαζαν αρνητικά η μια την άλλη, γιατί απλά δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους, πέρα από τις τυπικές απολύτως απαραίτητες συναναστροφές.
Τα σαδιστικά ξεσπάσματα ενός δύσκολου ανθρώπου δεν πρόκειται ποτέ να πάψουν να υπάρχουν. Αρνήσου ό,τι σου προσφέρει, αν έχεις το κουράγιο και πήγαινε να μείνεις σε ένα κέντρο αστέγων… Αυτή ήταν η γραμμή βοήθειας για τη βία κατά των γυναικών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας. Οι γυναίκες αξίζουν κάτι παραπάνω από το κράτος, αν βρεθούν ευάλωτες. Αν η σκληρή μελέτη και η σκληρή δουλειά δεν είναι αρκετή για να αξίζουν να ζουν.
Ήμασταν φίλοι με τον Γιώργη. Από παιδιά. Το Γιώργη που είχε τις «αρχές του». Το Γιώργη της ΣΕΑΠ. Ήταν ωραίος και «όλες ήθελαν λίγο Γιωργάκη», αυτός όμως ήθελε απλά μια σύζυγο υποταγμένη και φοβισμένη. Διέσυρε τις γυναίκες που δεν κατάφεραν να βρουν ένα σατράπη σαν τον ίδιο και επέλεξαν να ζήσουν με το δικό τους τρόπο. Πήγαινε στο περίπτερο, αγόραζε ένα αναψυκτικό και το μοιραζόμασταν… Πόσες αναμνήσεις… Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια. Το Γιώργο που μάθαινε στα παιδιά τραγουδάκια. Ένα κουμούνι, ένα σαπούνι, δύο κουμούνια, δύο σαπούνια… Το δικό μου όνειρο δεν έχει σβήσει. Θα βρω τη δύναμη να γράψω ένα βιβλίο για όσα έχω στην καρδιά μου, ένα βιβλίο αποκαλυπτικά τολμηρό. Τα δικά μου φτερά δεν έσπασαν εντελώς. Στην καρδιά μου έχω ακόμα λουλούδια και όχι σκοτάδι. Το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι θα ειπωθεί. Ακόμα δεν είναι αργά.